- ποιέειν
- ποιέωmakepres inf act (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
GYZANTES — pop. Africae, qui et Zypantes dicuntur. Nomen videtur a mellificio factum: Talmudicis saltem gazin sunt apes, et in Gyzantum regione μέλι μὲν πολλὸν μέλιςς αι κατεργάζονται, πολλῷ δ᾿ἔτι πλέονλέγεται διμιουργους ἄνδρας ποιέειν, Ita Herod. de iis… … Hofmann J. Lexicon universale
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek